φουρνάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Φουρνάρης, φούρναρης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φουρνάρης οι φουρνάρηδες
      γενική του φουρνάρη των φουρνάρηδων
    αιτιατική τον φουρνάρη τους φουρνάρηδες
     κλητική φουρνάρη φουρνάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φουρνάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φουρνάρης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φουρνάρης αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]