Μετάβαση στο περιεχόμενο

φουρναριό

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουρναριό τα φουρναριά
      γενική του φουρναριού των φουρναριών
    αιτιατική το φουρναριό τα φουρναριά
     κλητική φουρναριό φουρναριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φουρναριό < φουρν(ος) + -αριό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φουρναριό ουδέτερο

  1. αποθήκη σιτηρών
  2. χώρος σε αγροικίες, ειδικός για το ζύμωμα και το φούρνισμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]