φουρνιώτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φουρνιώτικος η φουρνιώτικη το φουρνιώτικο
      γενική του φουρνιώτικου της φουρνιώτικης του φουρνιώτικου
    αιτιατική τον φουρνιώτικο τη φουρνιώτικη το φουρνιώτικο
     κλητική φουρνιώτικε φουρνιώτικη φουρνιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φουρνιώτικοι οι φουρνιώτικες τα φουρνιώτικα
      γενική των φουρνιώτικων των φουρνιώτικων των φουρνιώτικων
    αιτιατική τους φουρνιώτικους τις φουρνιώτικες τα φουρνιώτικα
     κλητική φουρνιώτικοι φουρνιώτικες φουρνιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φουρνιώτικος < Φουρνιώτ(ης) + -ικος < Φούρνοι

Επίθετο[επεξεργασία]

φουρνιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με τους Φούρνους Ικαρίας και τους κατοίκους των

Μεταφράσεις[επεξεργασία]