φουρνιώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φουρνιώτικος < Φουρνιώτ(ης) + -ικος < Φούρνοι
Επίθετο[επεξεργασία]
φουρνιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τους Φούρνους Ικαρίας και τους κατοίκους των
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φουρνιώτικος
|