φουρτούνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φουρτούνα | οι | φουρτούνες |
γενική | της | φουρτούνας | των | (φουρτουνών) |
αιτιατική | τη | φουρτούνα | τις | φουρτούνες |
κλητική | φουρτούνα | φουρτούνες | ||
Απαντά και η γενική πληθυντικού φουρτούνων | ||||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φουρτούνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φουρτούνα < φορτούνα < βενετική fortuna ή παλαιά ιταλική (τύχη, κακή τύχη, καταιγίδα)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φουρτούνα θηλυκό
- η τρικυμία, με ανέμους έντασης πάνω από 7-8 μπoφόρ
- Αν τα χταπόδια χώνονται στα λαγούμια τους και τα σκεπάζουν με βότσαλα, προμηνύεται φουρτούνα
- στενοχώρια, προβλήματα, αναστάτωση
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες
- ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται
- καπετάν Φουρτούνας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φουρτούνα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φουρτούνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)