φουρφουρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φουρφουρίζω < φουρφούρ(ι) (< τουρκική fırfırı) + -ίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fuɾ.fuˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φουρ‐ρου‐ρί‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
φουρφουρίζω, πρτ.: φουρφούριζα, αόρ.: φουρφούρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (σπάνιο, λογοτεχνικό) κάνω ελαφρό ήχο, βόμβο
- ↪ Η μεταξωτή φούστα φουρφούριζε σε κάθε κίνησή μου.
- ≈ συνώνυμα: θροΐζω, σουσουρίζω (σπάνιο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φουρφούρισμα
- → και δείτε τη λέξη φουρφούρι
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φουρφουρίζω | φουρφούριζα | θα φουρφουρίζω | να φουρφουρίζω | φουρφουρίζοντας | |
β' ενικ. | φουρφουρίζεις | φουρφούριζες | θα φουρφουρίζεις | να φουρφουρίζεις | φουρφούριζε | |
γ' ενικ. | φουρφουρίζει | φουρφούριζε | θα φουρφουρίζει | να φουρφουρίζει | ||
α' πληθ. | φουρφουρίζουμε | φουρφουρίζαμε | θα φουρφουρίζουμε | να φουρφουρίζουμε | ||
β' πληθ. | φουρφουρίζετε | φουρφουρίζατε | θα φουρφουρίζετε | να φουρφουρίζετε | φουρφουρίζετε | |
γ' πληθ. | φουρφουρίζουν(ε) | φουρφούριζαν φουρφουρίζαν(ε) |
θα φουρφουρίζουν(ε) | να φουρφουρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φουρφούρισα | θα φουρφουρίσω | να φουρφουρίσω | φουρφουρίσει | ||
β' ενικ. | φουρφούρισες | θα φουρφουρίσεις | να φουρφουρίσεις | φουρφούρισε | ||
γ' ενικ. | φουρφούρισε | θα φουρφουρίσει | να φουρφουρίσει | |||
α' πληθ. | φουρφουρίσαμε | θα φουρφουρίσουμε | να φουρφουρίσουμε | |||
β' πληθ. | φουρφουρίσατε | θα φουρφουρίσετε | να φουρφουρίσετε | φουρφουρίστε | ||
γ' πληθ. | φουρφούρισαν φουρφουρίσαν(ε) |
θα φουρφουρίσουν(ε) | να φουρφουρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φουρφουρίσει | είχα φουρφουρίσει | θα έχω φουρφουρίσει | να έχω φουρφουρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις φουρφουρίσει | είχες φουρφουρίσει | θα έχεις φουρφουρίσει | να έχεις φουρφουρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει φουρφουρίσει | είχε φουρφουρίσει | θα έχει φουρφουρίσει | να έχει φουρφουρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φουρφουρίσει | είχαμε φουρφουρίσει | θα έχουμε φουρφουρίσει | να έχουμε φουρφουρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε φουρφουρίσει | είχατε φουρφουρίσει | θα έχετε φουρφουρίσει | να έχετε φουρφουρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φουρφουρίσει | είχαν φουρφουρίσει | θα έχουν φουρφουρίσει | να έχουν φουρφουρίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φουρφουρίζω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- φουρφουρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)