φουσκαλίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φουσκαλίδα < υποκοριστικό της λέξης φουσκάλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φουσκαλίδα θηλυκό
- μικρή κύστη ή φουσκάλα
φουσκαλίδα θηλυκό