Μετάβαση στο περιεχόμενο

φουσκωτό

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουσκωτό τα φουσκωτά
      γενική του φουσκωτού των φουσκωτών
    αιτιατική το φουσκωτό τα φουσκωτά
     κλητική φουσκωτό φουσκωτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φουσκωτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του φουσκωτός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fu.skoˈto/
μεταφέροντας ένα φουσκωτό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φουσκωτό ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

φουσκωτό