φουστανέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φουστανέλα < μεσαιωνική λατινική fustanella[1], υποκοριστικό του fustaneum[1] < λατινική fustis
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φουστανέλα θηλυκό
- πολύπτυχη φούστα που φορούν σήμερα οι τσολιάδες και που τη φορούσαν πολλοί Έλληνες και Αρβανίτες (όπως και άλλοι στα Βαλκάνια) επί τουρκοκρατίας, με πιο μακρύ μήκος στα Ιωάννινα και στις περιοχές των Αρβανιτών.
- Ευζωνική φουστανέλα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φουστανελάς
- φουστανελοφόρος
- → δείτε τη λέξη φούστα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φουστανέλα
- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.