φουτουρίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φουτουρίστρια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φουτουρίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη φουτουριστής
φουτουρίστρια θηλυκό