φουτουριστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φουτουριστικά < φουτουριστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
φουτουριστικά
- με τρόπο αφηρημένο, σαν τα δυναμικά, κυβιστικά σχέδια των φουτουριστών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φουτουριστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φουτουριστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φουτουριστικό