φούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φούλι | τα | φούλια |
γενική | του | φουλιού | των | φουλιών |
αιτιατική | το | φούλι | τα | φούλια |
κλητική | φούλι | φούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φούλι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική فل (ful) (δείτε και την τουρκική ful).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φούλι ουδέτερο
- (βοτανική, λουλούδι) είδος γιασεμιού που φύεται στα Επτάνησα
- (λαχανικό) κουκί που φύεται στην Αίγυπτο και σερβίρεται ως φουλάδα (σαν φασολάδα με γεύση κουκιού)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επτανησιακό γιασεμί, φυτό και λουλούδι
καρπός αιγυπτιακής φάβας
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ φούλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Λαχανικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)