φούμαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φούμαρο | τα | φούμαρα |
γενική | του | φούμαρου | των | φούμαρων |
αιτιατική | το | φούμαρο | τα | φούμαρα |
κλητική | φούμαρο | φούμαρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φούμαρο < φουμάρ(ω) + -ο (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φούμαρο ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό: φούμαρα
- (προφορικό) αερολογία, λόγος με πράγματα υπερβολικά, με καυχησιολογίες ή χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο
- ↪ Βρε φίλε, τι φούμαρα είναι αυτά που μας τσαμπουνάς!
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φουμάρω
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φούμαρο
|
[επεξεργασία]
- ↑ φούμαρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.