φούμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φούμος | οι | φούμοι |
γενική | του | φούμου | των | φούμων |
αιτιατική | τον | φούμο | τους | φούμους |
κλητική | φούμε | φούμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φούμος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φούμος < (άμεσο δάνειο) ιταλική fumo < λατινική fumus < πρωτοϊταλική *fūmos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰuh₂mós (καπνός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φούμος αρσενικό ή θηλυκό
- (λαϊκότροπο) καπνιά
- (λαϊκότροπο) μαύρη μπογιά για τα μπουριά της σόμπας
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) μαύρισμα υποψηφίου στις εκλογές, δηλαδή ο κόσμος δεν τον ψήφισε, και κατά συνέπεια δεν εξελέγη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φουμάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φούμος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)