φούντι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φούντι | τα | φούντια |
γενική | του | φουντιού | των | φουντιών |
αιτιατική | το | φούντι | τα | φούντια |
κλητική | φούντι | φούντια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συγκρίνετε με την κλίση του λόγιου φούντιον. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfun.di/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φού‐ντι
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- φούντι < (άμεσο δάνειο) ιταλική σημασία: βάθος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φούντι ουδέτερο
- κάθε σανίδα στον πάτο ενός βαρελιού [1]
- (ιδιωματικό, ενδυμασία) παραδοσιακό μέρος ενδύματος → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σανίδα βαρελιού
|
παραδοσιακό ένδυμα
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φούντι ουδέτερο
- (μονάδα μέτρησης, δημοτική, παρωχημένο) μονάδα μέτρησης μάζας, που ισούται με τη γερμανική λίβρα ή λίμπρα που ισοδυναμούσε με μισό κιλό
- → δείτε τη λέξη φούντιον (καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί
- Δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Δημοτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)