φούντιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φούντιον τὰ φούντια
      γενική τοῦ φουντίου τῶν φουντίων
      δοτική τῷ φουντί τοῖς φουντίοις
    αιτιατική τὸ φούντιον τὰ φούντια
     κλητική ! φούντιον φούντια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φούντιον < (άμεσο δάνειο) γερμανική Pfund + κατάληξη της καθαρεύουσας -ιον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfun.di.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φούν‐τι‐ον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φούντιον ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό (καθαρεύουσα)