φούρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φούρια οι φούριες
      γενική της φούριας
    αιτιατική τη φούρια τις φούριες
     κλητική φούρια φούριες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φούρια < ιταλική λέξη furia

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φούρια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]