φούρνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φούρνος | οι | φούρνοι |
γενική | του | φούρνου | των | φούρνων |
αιτιατική | τον | φούρνο | τους | φούρνους |
κλητική | φούρνε | φούρνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φούρνος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φοῦρνος < λατινική furnus < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *gwher
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φούρνος αρσενικό
- η κατασκευή ή συσκευή που περιλαμβάνει ένα χώρο, μέσα στον οποίο μπορούν να αναπτυχθούν πολύ υψηλές θερμοκρασίες για το ψήσιμο κεραμικών ή ψωμιού, φαγητού κ.λπ
- (μεταφορικά) ο χώρος με πολύ υψηλή θερμοκρασία, καμίνι
- το αρτοποιείο, το κατάστημα που όχι μόνον πουλά αλλά και παρασκευάζει ψωμί - ενώ το πρατήριο άρτου εμπορεύεται ψωμί ή γλυκίσματα χωρίς να τα παρασκευάζει
[επεξεργασία]
- αξεφούρνιστος
- αποφουρνίζω
- αποφούρνισμα
- αφούρνιστος
- διπλοφουρνιστός
- ξεφουρνίζω
- ξεφούρνισμα
- φούρναρης
- φουρνάρισσα
- φουρνάκι
- φουρνάρικο
- φουρναριό
- φουρνέλο
- φουρνιά
- φουρνίζω
- φούρνισμα
- φουρνιστός
- Φούρνοι
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε (ή κάποιος φούρνος θα γκρέμισε):
- όταν κάποιος εμφανίζεται μετά από καιρό
- όταν κάποιος κάνει κάτι που έπρεπε να το είχε κάνει εδώ και πολύ καιρό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
φούρνος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασκευή ή συσκευή για ψήσιμο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)