φούρνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φούρνος | οι | φούρνοι |
γενική | του | φούρνου | των | φούρνων |
αιτιατική | τον | φούρνο | τους | φούρνους |
κλητική | φούρνε | φούρνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φούρνος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φοῦρνος < λατινική furnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷʰer- (θερμός)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfuɾ.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φούρ‐νος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φούρνος αρσενικό
- η κατασκευή ή συσκευή που περιλαμβάνει ένα χώρο, μέσα στον οποίο μπορούν να αναπτυχθούν πολύ υψηλές θερμοκρασίες για το ψήσιμο κεραμικών ή ψωμιού, φαγητού κ.λπ
- ※ Το ταψί έχει βγει από το φούρνο και περιμένει αχνιστό στο φορμάικα τραπέζι. Η κρεμώδης σάρκα του τρεμουλιάζει κάτω από το τραγανό φύλλο. Όμως δεν πρέπει να το αγγίξει κανείς. Ποιός κανείς; Ο μόνος κανείς εδώ είναι ο Τ. κι απαγορεύεται να φάει το γαλακτομπούρεκο. Πρέπει πρώτα να κρυώσει για να το κόψει η γυναίκα μ'ένα παλιό κουζινομάχαιρο. (Revue le courage n°2, Les salauds, εκδ. Grasset, 2016)
- (μεταφορικά) ο χώρος με πολύ υψηλή θερμοκρασία, καμίνι
- το αρτοποιείο, το κατάστημα που όχι μόνον πουλάει αλλά και παρασκευάζει ψωμί ή ψήνει και φαγητά
- ⮡ Πηγαίναμε το γιουβέτσι στο φούρνο της γειτονιάς και το παίρναμε ξεροψημένο, πεντανόστιμο καθώς γυρίζαμε από το μπάνιο.
- → δείτε και τον όρο πρατήριο άρτου που εμπορεύεται ψωμί ή γλυκίσματα χωρίς να τα παρασκευάζει
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε (ή κάποιος φούρνος θα γκρέμισε):
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- φούρνος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατασκευή ή συσκευή για ψήσιμο
κατάστημα
Πηγές
[επεξεργασία]- φούρνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φούρνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)