φούσκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φούσκωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φουσκώνω
- το φούσκωμα του μπαλονιού θέλει γερά πνευμόνια
- η αίσθηση που έχει κάποιος που έφαγε πολύ και έχει φουσκώσει
- έχω ένα φούσκωμα, θα πάρω ένα χαπάκι να ηρεμήσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φούσκωμα