φοῦσκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φούσκα, Φοῦσκα
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φοῦσκ αἱ φοῦσκαι
      γενική τῆς φούσκης τῶν φουσκῶν
      δοτική τῇ φούσκ ταῖς φούσκαις
    αιτιατική τὴν φοῦσκᾰν τὰς φούσκᾱς
     κλητική ! φοῦσκ φοῦσκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φούσκ
γεν-δοτ τοῖν  φούσκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φοῦσκα (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φοῦσκα, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)