φράπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Citrus maxima.


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φράπα οι φράπες
      γενική της φράπας των (φραπών)
    αιτιατική τη φράπα τις φράπες
     κλητική φράπα φράπες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φράπα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φράπα θηλυκό

  • (φυτό) αειθαλές φυτό (λατινικό όνομα Citrus maxima) που ανήκει στα εσπεριδοειδή, με καρπούς που έχουν σχήμα σφαιρικό ή όπως του αχλαδιού, χρώμα ανοιχτό πράσινο έως κίτρινο και πικρόξινη γεύση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]