φράστωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φράστωρ < αρχαιοελληνικό φράζω, συγγενές της φράσης και όχι του φράσσω και του φράγματος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φράστωρ ((α}} γεν. -ορος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]