Μετάβαση στο περιεχόμενο

φράτηρ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: φραστήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φράτηρ < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰréh₂tēr (αδελφός). Συγγενή: λατινική frater. Αντικαταστάθηκε από το ἀδελφός ως κύρια λέξη για τον αδερφό ήδη στην αρχαιότητα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pʰɾǎː.tɛːɾ/ (5ος π.Χ. αιώνας Αττική)
ΔΦΑ : /ˈɸɾa.tiɾ/ (4ος μ.Χ. αιώνας Κοινή)
τυπογραφικός συλλαβισμός: φράτηρ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φράτηρ, -ερος αρσενικό

  • μέλος φράτρας ή φατρίας
      4ος/3ος πκε Θεόφραστος, Χαρακτῆρες, 30.16
    καὶ φράτερας ἑστιῶν αἰτεῖν τοῖς ἑαυτοῦ παισὶν ἐκ τοῦ κοινοῦ ὄψον, τὰ δὲ καταλειπόμενα ἀπὸ τῆς τραπέζης ῥαφανίδων ἡμίσεα ἀπογράφεσθαι, ἵν᾽ οἱ διακονοῦντες παῖδες μὴ λάβωσι.
    Όταν παραθέτει γεύμα στα μέλη της φατρίας του, απαιτεί για τους δούλους του φαγητό πληρωμένο από το κοινό ταμείο, ενώ τα κομμένα στη μέση ρεπανάκια, που απέμειναν από το τραπέζι, κάθεται και τα σημειώνει, για να μην τα πάρει το υπηρετικό προσωπικό.
    Μετάφραση (2008): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ΣτΕ: σε κάποιες εκδόσεις του έργου το χωρίο γράφει «φράτορας» και σε άλλες «φράτερας».

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φρᾱτ-
ονομαστική φράτηρ οἱ φράτερες
      γενική τοῦ φράτερος τῶν φρατέρων
      δοτική τῷ φράτερῐ τοῖς φράτερσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν φράτερᾰ τοὺς φράτερᾰς
     κλητική ! φρᾶτερ φράτερες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φράτερε
γεν-δοτ τοῖν  φρατέροιν
Παράρτημα:Ουσιαστικά