φρένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φρένα < φρένες
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φρένα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φρένα
|
φρένα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
|