φρένες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | φρένες | ||
γενική | των | φρενών | ||
αιτιατική | τις | φρένες | ||
κλητική | φρένες | |||
Και αιτιατική πληθυντικού «τας φρένας» όπως στην αρχαία κλίση του φρήν. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρένες < αρχαία ελληνική φρένες, πληθυντικός αριθμός του φρήν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φρένες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (λόγιο) τα λογικά
- ο άνθρωπος δεν έχει σώας τας φρένας, μην τον ξεσυνερίζεσαι
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- σπάνια απαντά στη νέα ελληνική και ο ενικός: φρην
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- με κάνει έξω φρενών: με εξοργίζει, με κάνει έξαλλο, με κάνει να βγαίνω απ' τα ρούχα μου, με φέρνει στα όριά μου, με τρελαίνει → δείτε την έκφραση: εκτός εαυτού
- δεν έχει σώας τας φρένας : δεν έχει τα λογικά του, δεν είναι με τα/στα καλά του, είναι τρελός/σχιζοφρενής/για δέσιμο