φρίσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρίσσω < αρχαία ελληνική φρίξ (ανατρίχιασμα)
Ρήμα
[επεξεργασία]φρίσσω ή αλλιώς φρίττω
- νιώθω φρίκη· χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο έφριξα