φραγγελώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φραγγελώνω < ελληνιστική κοινή φραγγέλιον < λατινική flagellum (υποκοριστικό του flagrum) + κατάληξη υποκοριστικού -ιον
Ρήμα[επεξεργασία]
φραγγελώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φραγγελώνω
|