φραγκοσταφυλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φραγκοσταφυλιά | οι | φραγκοσταφυλιές |
γενική | της | φραγκοσταφυλιάς | των | φραγκοσταφυλιών |
αιτιατική | τη | φραγκοσταφυλιά | τις | φραγκοσταφυλιές |
κλητική | φραγκοσταφυλιά | φραγκοσταφυλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φραγκοσταφυλιά < φραγκοστάφυλο + -ιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φραγκοσταφυλιά θηλυκό
- φυλλοβόλος θάμνος που βγάζει τα φραγκοστάφυλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φραγκοσταφυλιά
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)