φρακαρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρακαρισμένος η φρακαρισμένη το φρακαρισμένο
      γενική του φρακαρισμένου της φρακαρισμένης του φρακαρισμένου
    αιτιατική τον φρακαρισμένο τη φρακαρισμένη το φρακαρισμένο
     κλητική φρακαρισμένε φρακαρισμένη φρακαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρακαρισμένοι οι φρακαρισμένες τα φρακαρισμένα
      γενική των φρακαρισμένων των φρακαρισμένων των φρακαρισμένων
    αιτιατική τους φρακαρισμένους τις φρακαρισμένες τα φρακαρισμένα
     κλητική φρακαρισμένοι φρακαρισμένες φρακαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρακαρισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φρακάρω < βενετική fracar[1] [2] / fracàr < λατινική fragor[1] < frango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰreg- (σπάω)

Μετοχή[επεξεργασία]

φρακαρισμένος, -η, -ο

  1. που έχει φρακάρει, που είναι ακινητοποιημένος, στριμωγμένος, σφηνωμένος
    είμαι φρακαρισμένος στην Αθηνάς και πάμε σημειωτόν/το ασανσέρ είναι φρακαρισμένο μεταξύ 2ου και 3ου ορόφου
  2. (μεταφορικά) που δεν μπορεί να σημειώσει πρόοδο
    νιώθω φρακαρισμένο το μυαλό μου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. φρακαρισμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας