φρακοφορεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φρακοφορεμένος αρσενικό
- που φοράει φράκο
- (ειρωνικά) για κάποιον υπέρ το δέον πολυτελώς ή επίσημα ντυμένο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φρακοφορεμένος
|