φρακοφορεμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρακοφορεμένος η φρακοφορεμένη το φρακοφορεμένο
      γενική του φρακοφορεμένου της φρακοφορεμένης του φρακοφορεμένου
    αιτιατική τον φρακοφορεμένο τη φρακοφορεμένη το φρακοφορεμένο
     κλητική φρακοφορεμένε φρακοφορεμένη φρακοφορεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρακοφορεμένοι οι φρακοφορεμένες τα φρακοφορεμένα
      γενική των φρακοφορεμένων των φρακοφορεμένων των φρακοφορεμένων
    αιτιατική τους φρακοφορεμένους τις φρακοφορεμένες τα φρακοφορεμένα
     κλητική φρακοφορεμένοι φρακοφορεμένες φρακοφορεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρακοφορεμένος < φράκο + φορεμένος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φρακοφορεμένος αρσενικό

  1. που φοράει φράκο
  2. (ειρωνικά) για κάποιον υπέρ το δέον πολυτελώς ή επίσημα ντυμένο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]