φρακτό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρακτό < αρχαιαοελληνικό επίθετο φρακτός,ή,όν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φρακτό ουδέτερο και φραχτό και αρσενικό φρακτός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]