φραμασόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φραμασόνος < από την ιταλική frammassone και τη γαλλική franc-maçon για τους ελευθεροτέκτονες
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φραμασόνος αρσενικό
- ο Ελευθεροτέκτονας, ο μασόνος. Ο κόσμος πάντως επέμενε να αλλάζει τη λεξη και να τη συνδυάζει με το φαρμάκι αποκαλώντας τους τέκτονες φαρμασόνους και όχι φραμασόνους.