φραντζόλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φραντζόλα < (άμεσο δάνειο) τουρκική francala < γαλλική France < παλαιά γαλλικά France < λατινική Francia < Francus < φραγκικά *Franko < πρωτογερμανική *frankô (δόρυ, ακόντιο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *prAng- (στύλος, κοτσάνι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fɾanˈd͡zo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φραν‐τζό‐λα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φραντζόλα θηλυκό
- ψωμί σε μακρόστενο σχήμα, σε αντίθεση με το καρβέλι
- ※ Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι ὁ φοῦρνος. Κάθε τόσο μπαινοβγαίνει κάποιος μὲ μιὰ κουλούρα περασμένη στὸ μπράτσο ἢ μιὰ φραντζόλα κάτω ἀπὸ τὴ μασκάλη. (Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Συνοικία, στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 259 (1 Οκτωβρίου 1937), τόμ. 22, σελ. 1447)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φραντζόλα
Πηγές
[επεξεργασία]- φραντζόλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φραντζόλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)