φραντσέζικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φραντσέζικος < πιθανόν από την ιταλική λέξη Francese
Επίθετο[επεξεργασία]
φραντσέζικος
- παρωχημένο επίθετο που σήμαινε οτιδήποτε γαλλικό
- Αυτός είναι μορφωμένος, μιλάει και τα φραντσέζικα