φραπουτσίνο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φραπουτσίνο < (άμεσο δάνειο) γαλλική frap(pè) (χτυπημένος) + ιταλική (cap)puccino. Η λέξη frappuccino είναι αμερικανική εμπορική ονομασία προϊόντος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φραπουτσίνο αρσενικό ή ουδέτερο, άκλιτο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις φραπέ και καπουτσίνο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φραπουτσίνο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- φραπουτσίνο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λέξεις από επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Καφέδες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)