φραστήρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φραστήρ θηλυκό
- ειδήμονας σε κάτι, που μπορεί να καθοδηγήσει, που δίνει πληροφορίες
- ὁδῶν φραστήρ : ο οδηγός, που ξέρει καλά τη διαδρομή
- χαρακτηρισμός δοντιών, και συγκεκριμένα εκείνων που μαρτυρούν την ηλικία
- φραστήρες ὀδόντες : τα δόντια που δείχνουν πόσο χρονών είναι ένας άνθρωπος (π.χ. στα 7 όταν τα έχει όλα ή ενήλικας όταν έχει φρονιμίτες)