φρεγάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρεγάτα οι φρεγάτες
      γενική της φρεγάτας των φρεγατών
    αιτιατική τη φρεγάτα τις φρεγάτες
     κλητική φρεγάτα φρεγάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
1. η φρεγάτα Apurímac (Περού, 1855)
3. το πουλί φρεγάτα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρεγάτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fregata < ίσως λατινική aphractus < αρχαία ελληνική ἄφρακτος (ναῦς)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fɾeˈɣa.ta/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φρεγάτα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) το τρικάταρτο ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο
  2. (μεταφορικά) η μεγαλόσωμη γυναίκα
  3. (πτηνό) το είδος πουλιού

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]