Μετάβαση στο περιεχόμενο

φρεγάτα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρεγάτα οι φρεγάτες
      γενική της φρεγάτας των φρεγατών
    αιτιατική τη φρεγάτα τις φρεγάτες
     κλητική φρεγάτα φρεγάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
1. η φρεγάτα Apurímac (Περού, 1855)
3. το πουλί φρεγάτα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φρεγάτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fregata < ίσως λατινική aphractus < αρχαία ελληνική ἄφρακτος (ναῦς)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɾeˈɣa.ta/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φρεγάτα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) το τρικάταρτο ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο
      Πλησιάζει η ώρα για τη μεγάλη ναυμαχία. Ενώθηκαν μαζί μας 9 σπετσιώτικα πλοία. Ξεκίνησε ο κανονιοβολισμός στις 16.30. Μπροστά πάνε οι φρεγάτες, τα φρεγαδόνια και οι κορβέτες τους.
    Αριστείδης Χατζής, «Για τον Έρωτα της Ελευθερίας και την Αγάπη της Πατρίδας», protagon.gr, 5 Αυγούστου 2019
  2. (μεταφορικά) η μεγαλόσωμη γυναίκα
  3. (πτηνό) το είδος πουλιού

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]