φρενάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φρενάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια με την οποία κάποιος φρενάρει
- ο ήχος που ακούγεται από τα φρένα του αυτοκινήτου
- το ίχνος που μένει στην άσφαλτο από τα λάστιχα του αυτοκινήτου μετά από ένα απότομο φρενάρισμα