φρενιτιάω
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρενιτιάω < φρενῖτις < αρχαία ελληνική φρήν
Ρήμα
[επεξεργασία]φρενιτιάω
- ((ελληνιστική κοινή)) άλλη γραφή του φρενιτίζω: μ’ έχει πιάσει φρενίτιδα, μαίνομαι, παραληρώ