φρενολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φρενολογία < φρενο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φρενολογία θηλυκό
- (ιατρική) κατά τον 20ο αιώνα ήταν συνώνυμο της ψυχιατρικής, της επιστήμης που μελετά τα διανοητικά νοσήματα. Σημειώνεται όμως ότι στα αγγλικά και σε άλλες γλώσσες ο όρος phrenology σήμαινε και σημαίνει τις πρώτες απόπειρες των ειδικών να εκτιμήσουν την ευφυία ή την τυχόν προδιάθεση στην εγκληματικότητα και άλλες λειτουργίες του εγκεφάλου με βάση τη δομή του κρανίου -προσπάθειες που ελληνικά αποδόθηκαν ως επί το πλείστον ως ανθρωπομετρικές επιστήμες, κρανιομετρία κ.ο.κ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φρενολογία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φρενο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)