φρενοπαθολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρενοπαθολογικός η φρενοπαθολογική το φρενοπαθολογικό
      γενική του φρενοπαθολογικού της φρενοπαθολογικής του φρενοπαθολογικού
    αιτιατική τον φρενοπαθολογικό τη φρενοπαθολογική το φρενοπαθολογικό
     κλητική φρενοπαθολογικέ φρενοπαθολογική φρενοπαθολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρενοπαθολογικοί οι φρενοπαθολογικές τα φρενοπαθολογικά
      γενική των φρενοπαθολογικών των φρενοπαθολογικών των φρενοπαθολογικών
    αιτιατική τους φρενοπαθολογικούς τις φρενοπαθολογικές τα φρενοπαθολογικά
     κλητική φρενοπαθολογικοί φρενοπαθολογικές φρενοπαθολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρενοπαθολογικός < φρενοπαθολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

φρενοπαθολογικός

  • σχετικός με τη φρενοπαθολογία -λέξη που δεν χρησιμοποιείται από το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]