φρεσκοβαμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
φρεσκοβαμμένος
- που τον έβαψαν πρόσφατα, είναι ίσως ακόμα νωπός και μπορεί κάποιος να λερωθεί από μπογιά αν ακουμπήσει
- που λάμπει σαν καινούργιος επειδή τον ανανέωσαν με μπογιά πρόσφατα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φρεσκοβαμμένος
|