φρικιώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρικιώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φρικιῶ < φρίξ (ανατρίχιασμα)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fɾi.ciˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρι‐κι‐ώ
Ρήμα
[επεξεργασία]φρικιώ, αόρ.: φρικίασα (χωρίς παθητική φωνή)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)