φρονέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | φρονέω | |
Παρατατικός | ἐφρόνουν | |
Μέλλοντας | φρονήσω | |
Αόριστος | ἐφρόνησα | |
Παρακείμενος | πεφρόνηκα | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φρονέω < φρήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷʰren- (νους, ψυχή)
Ρήμα[επεξεργασία]
φρονέω-φρονῶ
- γνωρίζω
- σκέφτομαι, διανοούμαι, νομίζω
- έχω σώας τα φρένας, είμαι με τα καλά μου
- ζω
- ἐμὲ τὸν δύστηνον ἔτι φρονέοντ᾽ ἐλέησον : βοήθησέ με τον δύστυχο όσο είμαι ακόμα ζωντανός
- συμφωνώ
- οἳ ἔτι τὰ ἐκείνου ἐφρόνεον... : αυτοί που μέχρι τότε ήταν με το μέρος εκείνου, συμφωνούσαν με εκείνον... (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 2, 162)
- μετὰ δὲ οὐ πολλὸν χρόνον τὠυτὸ φρονήσαντες... : σύντομα συμφώνησαν μεαξύ τους και... (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 1, 60)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μέγα φρονεῖν : υψηλές ιδέες, μεγάλες ιδέες, ακμαίο ηθικό, υπερηφάνεια
- εὖ φρονεῖν : σωστή σκέψη ή σκέφτομαι θετικά για κάποιον/κάτι
- σμικρὸν φρονεῖν πεσμένο ηθικό
- τὸ φρονεῖν : η σύνεση, η κατανόηση
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ἀγανοφρονέω
- ἀλλοφρονέω
- ἀναφρονέω (ξαναβρίσκω τα λογικά μου και το ξανασκέφτομαι)
- ἀντιφρονέω
- καταφρονέω
- ὁμοφρονέω
- παραφρονέω
- περιφρονέω
- ὑπερφρονέω