φρονηματισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φρονηματισμός οι φρονηματισμοί
      γενική του φρονηματισμού των φρονηματισμών
    αιτιατική τον φρονηματισμό τους φρονηματισμούς
     κλητική φρονηματισμέ φρονηματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρονηματισμός < ελληνιστική κοινή φρονηματισμός < αρχαία ελληνική φρονηματίζομαι < φρόνημα < φρονέω < φρήν

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fɾo.ni.ma.tiˈzmos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φρονηματισμός αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]