φροντιστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φροντιστήριο | τα | φροντιστήρια |
γενική | του | φροντιστήριου & φροντιστηρίου |
των | φροντιστήριων & φροντιστηρίων |
αιτιατική | το | φροντιστήριο | τα | φροντιστήρια |
κλητική | φροντιστήριο | φροντιστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φροντιστήριο < αρχαία ελληνική φροντιστήριον < φροντιστής + -τήριον ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική tutorial)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φροντιστήριο ουδέτερο
- (γενικότερα, σπάνιο) χώρος μελέτης, σπουδαστήριο
- επιπλέον διδακτικές ώρες μαθημάτων/συμπληρωματική διδασκαλία (συνήθως επί πληρωμή) για την ενίσχυση ή προετοιμασία μαθητών/σπουδαστών σε διάφορους τομείς (κατά άτομο και στο σπίτι, λέγονται ιδιαίτερα)
- ο χώρος και η επιχείρηση στον οποίο γίνονται ειδικά ενισχυτικά μαθήματα σε ομάδες μαθητών ή σπουδαστών
- ↪ Δεν μπορώ να έρθω πριν από τις 7 γιατί 5 με 6.30 έχω φροντιστήριο
- φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης, πανεπιστημιακό φροντιστήριο
- συμπληρωματικά των βασικών παραδόσεων μαθήματα σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές, όπου γίνονται ασκήσεις, πρακτικές εφαρμογές, δίνονται απαντήσεις σε απορίες γύρω από διάφορα ζητήματα κ.λπ.
- (παρωχημένο) χώρος φύλαξης ή αποθήκευσης, το γραφείο του φροντιστή (λ.χ. στο στρατό, στο θέατρο)
[επεξεργασία]
- φροντιστηριακά
- φροντιστηριακός
- → δείτε τις λέξεις φροντίζω και φροντίδα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- φροντιστήρια ονομάζονταν παλαιοτέρα διάφορα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, του παροικιακού κυρίως ελληνισμού, όπως της Ελληνικόν Φροντιστήριον της Τραπεζούντας και της Ελληνικόν Φροντιστήριον της Χερσώνας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- φροντιστήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)