φρουρημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρουρημένος η φρουρημένη το φρουρημένο
      γενική του φρουρημένου της φρουρημένης του φρουρημένου
    αιτιατική τον φρουρημένο τη φρουρημένη το φρουρημένο
     κλητική φρουρημένε φρουρημένη φρουρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρουρημένοι οι φρουρημένες τα φρουρημένα
      γενική των φρουρημένων των φρουρημένων των φρουρημένων
    αιτιατική τους φρουρημένους τις φρουρημένες τα φρουρημένα
     κλητική φρουρημένοι φρουρημένες φρουρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

φρουρημένος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]