φρουριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φρουριακός
- ο σχετικός με το φρούριο
- φρουριακός ή πολιορκητικός πόλεμος ήταν εκείνος που γινόταν για την κατάληψη φρουρίου ή κάστρου (π.χ. της Σεβαστουπόλεως ή της Λιέγης)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φρουριακός
|