φρουταγορά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρουταγορά οι φρουταγορές
      γενική της φρουταγοράς των φρουταγορών
    αιτιατική τη φρουταγορά τις φρουταγορές
     κλητική φρουταγορά φρουταγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρουταγορά < φρούτ(ο) + αγορά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fɾu.ta.ɣoˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρου‐τα‐γο‐ρά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φρουταγορά θηλυκό

  • χώρος αγοράς στον οποίο πωλούνται φρούτα
    ※  Τὸ λεωφορεῖο στέκεται τόσο λίγο στὴν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ, ποῦ μόνο προφθαίνουμε νὰ δοῦμε τὴν ὑπαίθρια φρουταγορὰ τῆς εὔφορης Ἀραμάγιας, πλάι μας.
    Ι. Α. Θωμόπουλος, Ο ασκητής του Χαράρ, Νέα Εστία, έτος ΛΒ΄, τόμος 63ος, τεύχος 737 (15 Μαρτίου 1958), σελ. 404
    ※  Όσο για την ανταπόκριση που έχουν στους πολίτες τα κρητικά μάνγκο, «οι Χανιώτες τα προτιμούν και τα αγοράζουν. Το μεγαλύτερο κομμάτι της παραγωγής διοχετεύεται στην τοπική φρουταγορά καθώς και σε μία εταιρεία βιολογικών προϊόντων».
    Εύη Σάλτου, Μάνος Χαραλαμπάκης, Καλλιεργούν εξωτικά φρούτα, Τα Νέα, 11 Νοεμβρίου 2010
    ※  Στο Λασίθι πρόστιμα επιβλήθηκαν σε δύο πελάτες, σε φρουταγορά και κρεοπωλείο, για μη χρήση μάσκας.
    "Πεντοχίλιαρο" και λουκέτο σε καφετέρια για πελάτη χωρίς πιστοποιητικά, rethemnosnews.gr, 1 Δεκεμβρίου 2021

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]