Μετάβαση στο περιεχόμενο

φρούριον

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φρούριον τὰ φρούρι
      γενική τοῦ φρουρίου τῶν φρουρίων
      δοτική τῷ φρουρί τοῖς φρουρίοις
    αιτιατική τὸ φρούριον τὰ φρούρι
     κλητική ! φρούριον φρούρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φρουρίω
γεν-δοτ τοῖν  φρουρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φρούριον < φρουρ(ός) + -ιον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φρούριον, -ου ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]