φρούτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φρούτο | τα | φρούτα |
γενική | του | φρούτου | των | φρούτων |
αιτιατική | το | φρούτο | τα | φρούτα |
κλητική | φρούτο | φρούτα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φρούτο < ιταλική frutto < λατινική fructus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος fruor < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰruHg-: χρησιμοποιώ, απολαμβάνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φρούτο ουδέτερο
- ο βρώσιμος καρπός οπωροφόρου φυτού
- → δείτε και τη λέξη καρπός
- (αργκό) άτομο με παράδοξη προσωπικότητα ή μια νέα συνήθεια
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- καινούριο φρούτο!: (ειρωνικό)
- φρούτο: (ευφημισμός) φαγητό που είναι σχετικά εύγευστο αλλά ελαφρύ, δηλ. δεν «φουσκώνει» όποιον το τρώει
- φρούτα της θάλασσας: τα θαλασσινά
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Φρούτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Ευφημισμοί (νέα ελληνικά)